Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Πολλές είναι οι αιτίες πίσω από τα κύρια κοινωνικά προβλήματα, που οδηγούν φορείς μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση έχουν οι Εκκλησιαστικοί, να αναλάβουν δράσεις για την άμβλυνση των προβλημάτων των ανθρώπων. Ένα από τα κυριότερα τέτοια προβλήματα είναι η φτώχεια. Η φτώχεια ως κοινωνικό πρόβλημα, είναι μια βαθιά πληγή που διαπερνά κάθε διάσταση του πολιτισμού και της κοινωνίας. Απειλεί όσους και όσες έχουν συνεχώς χαμηλά επίπεδα εισοδήματος, ενώ αγγίζει τους μη έχοντες εισοδήματα και τους άστεγους. Απειλεί όσους και όσες έχουν έλλειμμα πρόσβασης σε υπηρεσίες, όπως στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη και σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, όπως νερό, θέρμανση ή ρεύμα. Επιπλέον, είναι ένα φαινόμενο το οποίο εμποδίζει όσους βρίσκονται στη κατάσταση αυτή να βρουν τα κατάλληλα μέσα, ώστε να μπορέσουν να διαφύγουν, με αποτέλεσμα να τους δημιουργούνται συναισθήματα απελπισίας, απόγνωσης και κοινωνικού αποκλεισμού.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία βρίσκεται σε μια δύνη οικονομικής ύφεσης, τα αποτελέσματα της οποίας είναι ιδιαίτερα αισθητά για το σύνολο του πληθυσμού, αφού διαπιστώνεται γενικότερη μείωση μισθών, συντάξεων, θέσεων εργασίας, παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και γενικότερης λειτουργίας του μηχανισμού κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας. Την κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού για προστασία των αδύναμων ομάδων του πληθυσμού, όπως ηλικιωμένων, παιδιών και χρόνια ανέργων. Τα μέτρα που λαμβάνονται δεν επαρκούν για την καταπολέμηση της φτώχειας, κινούνται στη λογική των «επιδομάτων» και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν αποτελεσματική αντιμετώπιση.

Τα προβλήματα αυτά, αποφέρουν σημαντικές αναταράξεις στην κοινωνική συνοχή, αφού δημιουργούν μια ομάδα η οποία αδυνατεί να ενσωματωθεί στην κοινωνία. Επισημαίνεται από τους ερευνητές του φαινομένου, ότι δεν αν γίνουν ενέργειες καταπολέμησης του φαινομένου αυτού, τότε είναι αναπόφευκτη η κοινωνική ρήξη, το χάσμα μεταξύ της κοινωνίας θα μεγαλώσει και οι κοινωνικές συγκρούσεις θα ενταθούν.

Σύμφωνα με τον OECD (Organization for Economic Co-operation and Development), το συνολικό ποσοστό φτώχειας για την Ελλάδα, ανέρχεται στο 13% του πληθυσμού, μεγαλύτερο κατά δύο μονάδες από τον μ.ο. των κρατών που συμμετέχουν στον Οργανισμό, καθώς και το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ. Κύριος λόγος που έχει ως αποτέλεσμα το μεγάλο ποσοστό φτώχειας στη χώρα μας, είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας καθώς και το ότι:

  • το 25% νοικοκυριών δεν έχει ούτε έναν εργαζόμενο,
  • το 9% των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με έναν εργαζόμενο, βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.

Οι μεγαλύτερες πιθανότητες να βρεθεί κάποιος κάτω από το όριο της φτώχειας, οι πιο επισφαλείς ομάδες, είναι αυτές των εργαζομένων σε μερική ή εποχιακή απασχόληση και των οικογενειών με παιδιά. Όσον αφορά την πιθανότητα να βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχιας ηλικιωμένοι ή συνταξιούχοι το ποσοστό ανέρχεται στο 23,1% του πληθυσμού σε σχέση με το 13% των κρατών στον OECD, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το σχετικά γενναιόδωρο ύψος των συντάξεων και σε αναντιστοιχία με το ποσό των εισφορών των εργαζομένων (1).

Τα ποσοστά της ΕΛΣΤΑΤ για το συνολικό πληθυσμό της χώρας που κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας είναι αντίστοιχο με το προαναφερθέν 23,1% (19,7% το 2009) όταν το όριο της φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος του νοικοκυριού.

  • Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται σε 5.708 € ετησίως ανά άτομο και σε 11.986€ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
  • Το μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 10.676 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας σε 17.977 ευρώ.
  • Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 914.873 και τα μέλη τους σε 2.535.700.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων των νοικοκυρών, σύμφωνα με στοιχεία του 2012, καλύπτουν με σειρά προτεραιότητας:

  • Είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20% των εσόδων)
  • Στέγαση, ύδρευση, καύσιμα και φωτισμός κύριας και δευτερεύουσας ή εξοχικής κατοικίας (14% των εσόδων)
  • Μεταφορές (13% των εσόδων)

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ